Αγαπημένο μου ημερολόγιο, εν 8ης Απριλίου, 1817


Σήμερα ξαναπήγαμε στο πάρκο του Βασιλέως και ο γοητευτικός αυτός νέος ήταν πάλι εκεί. Με το λουράκι του μέσα στο νερό να κάνει βόλτα γύρω γύρω από την λίμνη. Δεν ήτανε τόσο το περίεργο της συμπεριφοράς του που μου τράβηξε την προσοχή όσο το καθαρό του βλέμμά, τα μεγάλα του γαλανά μάτια, και το σταχτένιο ξανθό του τσουλούφι. Έτσι όταν η Αφροξυλάνθη, η Αφρίτα ,και η Σαχλί Ντε Φορμόλ αρχίσανε να γελάνε, εγώ ήμουνα η μόνη που πλησίασα το ντροπαλό αγόρι. Εκείνος με είδε και τράβηξε αμέσως έξω από το νερό το λουράκι. Στην άλλη άκρη του λουριού ήταν δεμένος ένας ροφός. Παράλληλα ανοίγει μία τσάντα, σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν οι γιατροί στο φαργουέστ που μέσα είχε μία γυάλα και πετάει τον ροφό μέσα.
«Τον λένε Πελωνίδα» μου απάντησε. «Όταν ο βασιλεύς του Κονγκό είχε την τιμήν να μου τον χαρίσην εις τα γενέθλιας μου δεν ήξερα αν θα τον ονόμαζα Πελοπίδα ή Λεωνίδα. Τελικώς κατέληξα κάπου ανάμεσα. Νομίζω πάντως πώς για σήμερα τελείωσε τας βόλτας του εις την λίμνην! Παρεμπιπτόντως το όνομαν μου είναι Δωρόθεος Μπουρζουαρίς Καψηφλάντζας. Κε δεν θα αργηση η μέρα που θα γίνω ιατρός.»