Αγαπημένο μου ημερολόγιο, εν 20ης Απριλίου, 1817

Σήμερα ήταν μια δύσκολη μέρα για όλους μας. Αυτή την στιγμή γράφω αυτά επιστρέφοντας από την κηδεία του Πελωνίδα που αν θυμάσαι ήτανε το ψάρι, ο αγαπημένος ροφός του Δωρόθεου Καψηφλάντζα.

Αν και το σοκ του και η θλίψη του ήταν μεγάλη, καθώς εκείνο το πρωί που όταν ως συνήθως πήγε να ταΐσει μασημένες μύγες το αγαπημένο ζώο το βρήκε νομίζοντας κατά τα λεγόμενα του «να εξασκείτω εις το ύπτιο» μέχρι να διαπιστώσει ότι ήταν απλά πεθαμένο, ήρθε και μου ζήτησε να τον συνοδεύσω στην κηδεία ,στην τελευταία κατοικία του Πελωνίδα.

Εγώ, περιμένοντας τον Δωρόθεο για την κηδεία


Ήταν μία σεμνή κηδεία. Που το φέρετρο συνόδευσε μόνο η οικογένεια Καψηφλάντζα, ο Βασιλιάς της Ελλάδος, η Βασίλισσα της Αγγλίας ο Βασιλιάς του Κονγκό, ο Τσάρος, ο Πάπας, η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βασιλιά, ο στρατός, η αεροπορία, οι ακούρευτοι Μπίτλις (Οι Ρόλιγκ Στάουνζ όμως όχι, γιατί είναι κομουνιστές) και ο Άλμπερτ Αϊνστάιν. Δυστυχώς μόνοι αυτοί νοιαστήκανε για τον άδικο χαμό του Πελωνίδα μας.



Μια σεμνή πομπή


«Είθισται να ήταν τόσο νέος» , είπε ο Δωρόθεος μπροστά στο φέρετρο και ένα μικρό δάκρυ κύλησε στο δεξί του μάγουλο. «Διατί να πεθαίνουν οι ροφοί;»
«Δεν γνωρίζω» του απάντησα. «Μήπως δεν του άλλαξες το νερό;»
«Η ζωή κε ο θάνατος ενός ροφού είναι έναν μυστήριον», απάντησε. «Κε δια αυτό θα αφιερώσω την ζωήν μου εις την επιστήμην!»

Ο Πελωνίδας στην τελευταία του κατοικία

Και με αυτές τις υπαρξιακές ανησυχίες να βασανίζουν το νεαρό αγόρι, μυστικό ημερολόγιο, επιστρέφουμε τώρα από την κηδεία. Ο Δωρόθεος απέναντι μου είναι σκεπτικός. Καθώς βλέπω το βλέμμα του να πετάει μακριά έξω από το παράθυρο της άμαξας, καταλαβαίνω ότι αυτός ο αμούστακος νεανίας θα γίνει πολύ σπουδαίος κάποια στιγμή στο μέλλον. Και τον ερωτεύτηκα.